- ευθύνη
- (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες εφαρμογές σε όλους τους κλάδους του δικαίου και της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Στη νομική επιστήμη, υπάρχουν τα κατά μέρος χαρακτηριστικά της αστικής, ποινικής, διοικητικής και συνταγματικής ε.
Στην πολιτική επιστήμη, συναντάμε ευρύτερα την έννοια της πολιτικής ε. Η γενική πολιτικοκοινωνική υπευθυνότητα, για να πάρει την έννοια συγκεκριμένης νομικής ε. προϋποθέτει μια νομική δέσμευση απέναντι στους άλλους, με τα εξής γενικά χαρακτηριστικά:
Πρώτον, την υποχρέωση λογοδοσίας, που σημαίνει ότι προβλέπονται κυρώσεις και διαδικαστικές μέθοδοι, με τις οποίες η ε. καταλογίζεται στους αξιωματούχους της πολιτείας πέρα από την καθαρά πολιτική συνέπεια των πράξεών τους, όπως είναι για παράδειγμα η εκλογική ήττα. Η πολιτική ε. συνεπάγεται διεξαγωγή ανακρίσεων από τα νομοθετικά σώματα, απώλεια ή στέρηση του αξιώματος, στέρηση προαγωγής ή προνομίων και, ως προς την πράξη, αναθεώρηση ή ακύρωσή της. Η έννοια της λογοδοσίας εδώ είναι γενική με την έννοια της συγκεκριμένης αλλά ευρείας ε. απολογισμού και όχι με τη στενή τεχνική έννοια που αναφέρεται στον Α.Κ. για εκείνον που έχει αναλάβει τη διαχείριση μιας ξένης υπόθεσης. Εξάλλου, η πολιτική ε. και ιδιαίτερα η υπουργική, στην Ελλάδα, όπως και σε όλα τα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα, αναλύεται σε ποινική, αστική και κοινοβουλευτική ε. Η τελευταία διαρθρώνεται πάνω στις εξής βασικές αρχές: οι υπουργοί έχουν υποχρέωση να λογοδοτούν. Η Βουλή έχει δικαίωμα να ελέγχει τους υπουργούς και, τέλος, οι υπουργοί και ολόκληρη η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένοι να παραιτηθούν αν αποδοκιμασθούν από τη Βουλή.
Δεύτερον, την ύπαρξη διακριτικής ευχέρειας, που εξυπακούεται για την εκπλήρωση του δημοσίου λειτουργήματος και την άσκηση εξουσίας στα πλαίσια μιας ευρείας νομιμότητας με βάση τις συνταγματικές αρχές και τους δεσμευτικούς για όλους νόμους.
Τρίτον, την ύπαρξη κοινών παραδεκτών αρχών στον δημόσιο και πολιτικό βίο και μιας πολιτικής δεοντολογίας· πρέπει δηλαδή να υπάρχει κάτι σαν πρότυπο πολιτικής συμπεριφοράς για να μπορεί να υπάρχει και πολιτική ε.
Τέτερτον, τη νομιμοφροσύνη απέναντι σε θεσμούς και αρχές που έχουν το ανάλογο κύρος και είναι ικανές να επιβάλλονται γενικά ως κυρίαρχη ιδεολογικοπολιτική κατάσταση.
Η πολιτική ε., παρά τα νομικά στοιχεία που τη συγκεκριμενοποιούν ως έννοια και περιεχόμενο, βρίσκεται πέρα από τα νομικά όρια της υπευθυνότητας, η οποία προσιδιάζει περισσότερο στη διοίκηση και στο διοικητικό μέρος της πολιτικής πράξης. Η χρήση της διακριτικής ευχέρειας των πολιτικών προσώπων, που πρέπει να κινείται ανάμεσα στην αποτελεσματικότητα της ελευθερίας και στην προσήλωση προς τη νομιμότητα και τον σεβασμό των αρχών, δημιουργεί ένα υψηλότερο και γενικότερο επίπεδο ε. για τα πρόσωπα αυτά, που θεμελιώνει υποχρεώσεις όχι μόνο για τη μη παραβίαση μιας νομιμότητας (αρνητικές) αλλά και για τη στάθμη και την αποτελεσματικότητα της δράσης τους (θετικές). Η πολιτική ε. καθιερώνει και ένα κριτήριο για τη διαφοροποίηση των πολιτικών συστημάτων. Με βάση την έκταση, το είδος και την ποιότητα της ε. των διαφόρων πολιτικών προσώπων και των πολιτικών φορέων, διακρίνονται βασικά τα δημοκρατικά από τα αυταρχικά καθεστώτα και στη συνέχεια οι διάφορες διαβαθμίσεις και αποχρώσεις του καθενός από αυτά.
Η έννοια του υπεύθυνου λειτουργήματος ή της υπεύθυνης θέσης μπορεί να έχει τη σημασία της δέσμευσης απέναντι σε ένα κυρίαρχο σώμα, όπως το εκλογικό σώμα (ή τον λαό γενικότερα), μια τάξη ή μια ομάδα, που είτε τυπικά είτε μόνο ουσιαστικά έχει την εξουσία ή τη δύναμη, να επιβάλλει τις απόψεις της και να ρυθμίζει τη συμπεριφορά των πολιτικών προσώπων. Μπορεί όμως και να υποδηλώνει απλώς τη σοβαρότητα του λειτουργήματος και τις γενικές ή ειδικές ικανότητες, γνώσεις και δεξιότητες που πρέπει να έχει ο δημόσιος λειτουργός. Πάντοτε όμως υπονοείται η αξίωση τρίτων για ορισμένη συμπεριφορά και ορισμένο πολιτικό αποτέλεσμα.
Διοικητική ε. Είναι η ε. που προκύπτει από την άσκηση της δημόσιας διοίκησης. Είναι η ε. της ίδιας της διοίκησης (του κράτους) και η ε. των οργάνων της για όλες τις πράξεις και τις παραλείψεις που είναι αντίθετες με τον νόμο και προκαλούν ζημία σε τρίτους. Υπάρχει η υπηρεσιακή ε. των διοικητικών υπαλλήλων κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, που διαβαθμίζεται από το απλό καθήκον για την ομαλή και την αποτελεσματική λειτουργία της υπηρεσίας έως την πειθαρχική ε. που καθορίζεται ως προς το περιεχόμενο και τις συνέπειες της από το πειθαρχικό δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων. Υπάρχει επίσης η διοικητική ε. κράτους και δημοσίων υπαλλήλων απέναντι στους πολίτες. Η τελευταία, διέπεται από τους ίδιους κανόνες που καθορίζουν και την ε. των ιδιωτών, θεμελιώνει αστικές υποχρεώσεις ή και ποινική δίωξη ανάλογα με την περίπτωση, για τους υπεύθυνους υπαλλήλους. Πρόσθετα όμως, σύμφωνα με ειδικές διατάξεις του Α.Κ., απέναντι στους τρίτους ευθύνεται και η ίδια η διοίκηση (το κράτος) εξ ολοκλήρου με τον υπαίτιο υπάλληλο (διοικητικό όργανο). Το δημόσιο εδώ, καθώς και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, εξομοιώνονται με τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, τα οποία πάντα ευθύνονται απέναντι στους τρίτους αν οι πράξεις ή οι παραλείψεις των οργάνων τους προκαλούν υλικές ή ηθικές ζημίες σε τρίτους.
Η ιδέα της ε. του κράτους απέναντι στους πολίτες για τις πράξεις των οργάνων του, αναπτύχθηκε και εφαρμόστηκε τα τελευταία πενήντα χρόνια. Παλαιότερα, οι κανόνες του ιδιωτικού δικαίου σχετικά με την ε. για ζημιές σε τρίτους δεν μπορούσαν να προβλέψουν τη σύγκρουση ανάμεσα στις κρατικές ενέργειες και στα ατομικά δικαιώματα. Ιδιαίτερα στο ρωμαϊκό δίκαιο, δεν μπορούσε να νοηθεί ιδιωτική αξίωση σε βάρος της πολιτείας, γιατί αυτό ήταν αντίθετο στο δόγμα της κυριαρχίας που διέπει τις κρατικές πράξεις. Είναι γνωστό και το αξίωμα του αγγλικού δημοσίου δικαίου, σύμφωνα με το οποίο ο βασιλιάς δεν μπορεί να κάνει κακό.
Η ε. του κράτους διαπλάστηκε και διαμορφώθηκε βαθμιαία. Στο σύγχρονο κράτος δικαίου, η άσκηση των εξουσιών γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες δικαίου και επομένως το ίδιο το κράτος οφείλει να υποβάλλεται στις κυρώσεις αυτής της αρχής. Ανάμεσα δε στις κυρώσεις είναι και η ανόρθωση της ζημίας που έγινε παράνομα σε τρίτους, μέσα στα πλαίσια της άσκησης αυτών των εξουσιών.
Ε. από τη νομοθετική δραστηριότητα του κράτους, γενικά δεν προβλέπεται, παρότι έχουν υποστηριχθεί μερικές απόψεις για την ε. σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν για παράδειγμα πρόκειται για δημοσιονομικά μέτρα, στα πλαίσια της επιχειρηματικής δράσης του κράτους κλπ. Στην Ελλάδα, όπως και αλλού, γίνεται δεκτό ότι καθιερώνεται έμμεσα ε. από τη νομοθετική δραστηριότητα του κράτους, δεδομένου ότι τα δικαστήρια εξετάζουν τη συνταγματικότητα των νόμων και των κανονιστικών διαταγμάτων. Την ίδια αρμοδιότητα θεωρείται ότι έχουν και τα διοικητικά όργανα, που οφείλουν να μην εφαρμόζουν τους αντισυνταγματικούς νόμους. Κατά συνέπεια, εάν με την εφαρμογή αντισυνταγματικού νόμου επέλθει ζημία σε τρίτους, δημιουργείται υποχρέωση αποζημίωσης. Αλλά και στην περίπτωση αυτή, η οποία άλλωστε έχει και πολύ περιορισμένες εφαρμογές, θεωρείται ότι η ε. απορρέει τυπικά τουλάχιστον από τη διοικητική πράξη με την οποία γίνεται η εφαρμογή (εκτέλεση) του αντισυνταγματικού νόμου. Συχνά όμως ο ίδιος ο νόμος προβλέπει δικαίωμα αποζημίωσης σε πρόσωπα που θίγει για χάρη του γενικότερου συμφέροντος, όπως για παράδειγμα η κατάργηση επαγγέλματος.
Ε. για τις πράξεις της δικαιοδοτικής λειτουργίας του κράτους, επίσης δεν προβλέπεται, γιατί προσκρούει στην αρχή της κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης. Γι’ αυτό τον λόγο, καλύπτεται από τον θεσμό της αγωγής κακοδικίας που περιορίζει την ε. στα δικαιοδοτικά όργανα του κράτους. Η βασική ε. του κράτους απέναντι στους πολίτες προέρχεται από την άσκηση της διοικητικής εξουσίας. Κατ’ αρχήν, κάθε όργανο της διοικητικής (εκτελεστικής) εξουσίας, με τις πράξεις, τις παραλείψεις και τις υλικές του ενέργειες, μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων που του έχουν ανατεθεί, καθιστά υπεύθυνη την πολιτεία απέναντι στους τρίτους. Εξαίρεση υπάρχει για τις κυβερνητικές πράξεις, για τις οποίες καθορίζεται πολιτική ε. Η ε. αυτή μπορεί να είναι αστική (αποζημιώσεις, διάρρηξη συμβάσεων κλπ.) ή επανορθωτική (ακύρωση πράξεων κλπ.). Στην πρώτη περίπτωση επιλαμβάνονται τα τακτικά δικαστήρια και στη δεύτερη τα διοικητικά δικαστήρια.
Διοικητική ε., στην κοινή χρήση του όρου, συνηθίζεται να αποκαλείται η ε. των οργάνων ενός συλλογικού σώματος απέναντι στο σώμα, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Από αυτό προέκυψε και ο όρος διοικητική έρευνα, που διατάσσεται στα πλαίσια αυτής της ε. και μπορεί να απολήξει είτε στην πειθαρχική είτε στην ποινική είτε στην αστική ε. ή και σε όλες μαζί απέναντί του. Η διοικητική ε. είναι συχνά παράλληλη με την ε. του σώματος (νομικού προσώπου ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, κρατικής υπηρεσίας κλπ.) απέναντι σε τρίτους, αν η πράξη του υπαίτιου αφορά τέτοια περίπτωση και δεν περιορίζεται στο εσωτερικό του συλλογικού σώματος.
Ποινική ε. Αναφέρεται στην παράβαση των ποινικών νόμων καθώς και στη σχέση που δημιουργείται ανάμεσα στη δικαιοδοτική εξουσία του κράτους να επιβάλλει και στον δράστη που θα δεχτεί τον ποινικό κολασμό. Η θεωρία της ε. για δικαιολόγηση του ποινικού κολασμού, που έχει κερδίσει έδαφος στις συζητήσεις για τις ποινές και την ποινική νομοθεσία, αντισταθμίζει το κοινωνικό κόστος των ποινικά αξιόλογων πράξεων και των παραβάσεων στις οποίες αντιστοιχούν, ενώ αντιπαρατάσσεται στις ανταποδοτικές ή αποδοκιμαστικές θεωρίες για την ποινή που χάνουν όλο και περισσότερο έδαφος. Η ποινική ε., καθορίζεται από την ικανότητα καταλογισμού (ηλικία, σωματική και πνευματική υγεία κλπ.) και παραπέρα από τις ιδιαίτερες περιστάσεις της βαρύτητας της πράξης και επικινδυνότητας της προσωπικότητας του δράστη.
Αστική ε. Είναι και η βασική πηγή των αξιώσεων με τις οποίες ασχολούνται τα αστικά δικαστήρια και ένα από τα βασικά περιεχόμενα της ενοχικής σχέσης. Ε. υπάρχει σε κάθε συμβατικό δεσμό για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που δημιουργεί ανάμεσα στα συμβαλλόμενα μέρη. Δημιουργείται από τις διάφορες πράξεις ή παραλείψεις για τις οποίες προβλέπονται έννομες συνέπειες. Υπάρχει όμως και εκείνη που πηγάζει απευθείας από τον νόμο για μια σχέση, όπως για παράδειγμα η ε. των γονέων για τη διατροφή των ανήλικων καθώς επίσης και ανίκανων παιδιών τους.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, η αστική ε., διακρίνεται σχηματικά σε συμβατική και εξωσυμβατική, ανάλογα με το αν η πηγή της αναφέρεται σε μια υποχρέωση η οποία έχει αναληφθεί θεληματικά και παραβιάστηκε ή αν θεμελιώνεται σε πράξη ή παράλειψη που συνεπάγεται υποχρεώσεις απέναντι σε τρίτα πρόσωπα. Η αστική ε. στην περίπτωση αυτή παίρνει συνήθως τη μορφή της αποζημίωσης ή της αποκατάστασης και βασίζεται στη γενική υποχρέωση του να μη ζημιώνει κανείς τους άλλους (ε. του Ακουίλιου νόμου). Η διάκριση είναι σημαντική και από την άποψη του βάρους της απόδειξης και από την άποψη των στοιχείων που την καθορίζουν. Η ε. από πράξεις τρίτου γίνεται δεκτή στη νομοθεσία μόνο κατ’ εξαίρεση. Υπάρχει επίσης και η περίπτωση της αντικειμενικής ε., η οποία στοιχειοθετείται χωρίς την ύπαρξη υποκειμενικής συμμετοχής και στηρίζεται σε μια σχέση ή μια κατάσταση (για παράδειγμα η ε. από την κατοχή κατοικίδιων ή άλλων ζώων και πραγμάτων για τυχόν ζημίες που αυτά θα προξενήσουν σε τρίτους). Ειδικές διατάξεις ρυθμίζουν το θέμα της ε. όταν προέρχεται από περισσότερα άτομα. Επίσης, προβλέπονται περιπτώσεις ιδιάζουσας ε. όπως η περίπτωση εκείνης των ξενοδόχων, διαχειριστών οικοτροφείων, κλινικών, κλιναμαξών, επιβατηγών πλοίων και αεροπλάνων σχετικά με την ασφάλεια των εισκομιζομένων (τιμαλφών, χρημάτων κλπ.) καθώς και διαβάθμιση της εξωσυμβατικής και της συμβατικής ε. στις περιπτώσεις εντολοδόχων, διοικητών ξένων πραγμάτων ή του ευρέτη, του κακόπιστου ή καλόπιστου νομέα κλπ.
Εξάλλου, σε περιπτώσεις που ο όρος ε. χρησιμοποιείται με αρκετή ευρύτητα για να περιλάβει μια ποικιλία επαγγελματικών και τεχνικής φύσης υποχρεώσεων όπως σε φράσεις «η δουλειά αυτή έχει μεγάλη ε.» και να δηλώσει την κοινή αξίωση για ιδιαίτερες ικανότητες, προσοχή, καθώς επίσης και κύρος και αυθεντία που να εμπνέουν εμπιστοσύνη σε τρίτους εξαρτώμενους σε διάφορες εκδηλώσεις από τα πρόσωπα που τις εκτελούν. Σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει συνήθως η αντίστοιχη νομική αξίωση για εξιδιασμένη ε. Για παράδειγμα ο νόμος τιμωρεί τις σωματικές βλάβες από αμέλεια, με ιδιαίτερη αυστηρότητα όταν προέρχεται από επαγγελματίες γιατρούς, τεχνικούς κλπ. ή οδηγούς αυτοκινήτων που τους εξομοιώνει με επαγγελματίες ως ασκούντες, δηλαδή υπεύθυνο επάγγελμα την ώρα της οδήγησης.
* * *η (ΑΜ εὔθυνα και εὐθύνη)η υποχρέωση που έχει κάποιος να δώσει λόγο τών πράξεών του («αναλαμβάνω όλη την ευθύνη γι' αυτό που προτείνω»)νεοελλ.1. το σύνολο τών συνεπειών σε βάρος κάποιου για την παράβαση ηθικής αρχής ή για την κακή διαχείριση ορισμένης εντολής2. φρ. α) «ποινική ευθύνη» — η υποχρέωση που έχει παραβάτης νόμου να υποβληθεί σε ανάκριση και δίκη ενώπιον ποινικού δικαστηρίου και να εκτίσει την ποινή που τού επιβλήθηκεβ) «ευθύνη δημοσίου» — η νομική υποχρέωση τού δημοσίου για ανόρθωση τών ζημιών που προκλήθηκαν σε ιδιώτες από πράξεις ή παραλείψεις τών υπαλλήλων τουαρχ.-μσν.1. απόδειξη τής αλήθειας2. διόρθωση, τιμωρία («ἡ γὰρ εὔθυνα βλάβη τις δικαία ἐστίν» Αριστοτ.)αρχ.1. το να κάνει κάποιος κάτι ευθύ, το ίσιωμα2. κλήση για λογοδοσία3. (στην Αθήνα) η λογοδοσία την οποία κάθε δημόσιος υπάλληλος ήταν υποχρεωμένος να δώσει κατά το τέλος τής δημόσιας υπηρεσίας του4. φρ. α) «πρεσβείας εὔθυναι» — λογοδοσία για πρεσβείαβ) «ἀπαιτῶ τινα εὐθύνας τινός» — ζητώ λογοδοσία από κάποιον για κάτιγ) «τὰς εὐθύνας κατηγορῶ», «ἐπὶ τὰς εὐθύνας ἔρχομαι» — αμφισβητώ τη λογοδοσία κάποιουδ) «εὐθύνας (ή εὔθυναν) ὀφλεῑν» — κατηγορούμαι ή καταδικάζομαι για κατάχρησηε) «εὐθύνας ἀποφυγεῑν (ή διαφυγεῑν)» — απαλλάσσομαι από την κατηγορίαστ) «αἱ τοῡ βίου εὔθυναι» — ο απολογισμός τού βίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχικός είναι ο τ. εύθυνα, ο οποίος προήλθε υποχωρητικώς από το ρ. ευθύνω. Από τις πλάγιες πτώσεις (ευθύνης, ευθύνῃ) προέκυψε αργότερα η παροξύτονη ονομαστική σε -η ευθύνη- (πρβλ. τόλμα > τόλμη)].
Dictionary of Greek. 2013.